Το ίδιο ερώτημα σβήνει στα μάτια μας, όταν τυχαία συναντηθούμε στο δρόμο... μ' αντιπερνάμε χωρίς καμιά δύναμη να πάρουμε το δρόμο που αφήσαμε πίσω μας... Γυρνώ μονάχα και τον κοιτάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη... είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος... κι όμως -θεέ, συχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια... Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα τής αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω, μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη...
Δεν έχω τίποτε άλλο στη ζωή μου τόσο γλυκό, τόσο όμορφο που θα μου δικαιώνει τη ζωή, κι ο θεός θα με συχωρούσε... θα με συχωρούσες και συ, φίλε, που γεύομαι στης άδολης χαράς σου το ποτήρι βέβηλα... ανόσια... θα με συχωρούσες... το ξέρω...
Γυρνώ κι αναμετρώ το δρόμο πάντα. Γύρισε προς 'μένα το κεφάλι στην άκρη εκεί που βρίσκεσαι, κι ούτε ένα βήμα μην κάνεις εσύ στο δρόμο τής αμαρτίας, θα πάρω μόνη μου στις αχαμνές μου πλάτες το φορτίο και θάρθω... μοναχά βλέπε με, καθώς θάρχομαι, μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μέσ' στο σκοτάδι...
Δεν θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου, τόσο που φτάνει για να ιδώ... να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου, εκείνο που μού 'ριχνες σαν έφτανα... τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου... ώ, ξέρω καλά πώς η καθεμιά τους γίνεται... να ιδώ... να ιδώ το χαμόγελό σου -πώς είναι όλα τους στο λογικό μου εδώ γραμμένα- να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν... να ιδώ... να νιώσω το φίλημά σου...
Εδώ είμαι και καρτερώ, σε βλέπω, μη φύγεις, στρέψε την όψη σου από δω... μη με αρνηθείς, θα ζήσω στην πιο άχαρη ζωή χωρίς εσένα. Βλέπω μπροστά μου δροσερά λουλούδια ν' ανθούν για μένα κι όμως δεν τα θέλω και δεν τα χαίρουμαι. Έλα εσύ και στρώσε με αγκάθια το δρόμο να πατήσω να χυθεί στάλα τη στάλα όλο μου το αίμα και να σβήσω μπροστά σου, μισημένη από σε τον ίδιον κι ίσως περιφρονημένη.
Δεν έχω τίποτε άλλο στη ζωή μου τόσο γλυκό, τόσο όμορφο που θα μου δικαιώνει τη ζωή, κι ο θεός θα με συχωρούσε... θα με συχωρούσες και συ, φίλε, που γεύομαι στης άδολης χαράς σου το ποτήρι βέβηλα... ανόσια... θα με συχωρούσες... το ξέρω...
Γυρνώ κι αναμετρώ το δρόμο πάντα. Γύρισε προς 'μένα το κεφάλι στην άκρη εκεί που βρίσκεσαι, κι ούτε ένα βήμα μην κάνεις εσύ στο δρόμο τής αμαρτίας, θα πάρω μόνη μου στις αχαμνές μου πλάτες το φορτίο και θάρθω... μοναχά βλέπε με, καθώς θάρχομαι, μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μέσ' στο σκοτάδι...
Δεν θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου, τόσο που φτάνει για να ιδώ... να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου, εκείνο που μού 'ριχνες σαν έφτανα... τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου... ώ, ξέρω καλά πώς η καθεμιά τους γίνεται... να ιδώ... να ιδώ το χαμόγελό σου -πώς είναι όλα τους στο λογικό μου εδώ γραμμένα- να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν... να ιδώ... να νιώσω το φίλημά σου...
Εδώ είμαι και καρτερώ, σε βλέπω, μη φύγεις, στρέψε την όψη σου από δω... μη με αρνηθείς, θα ζήσω στην πιο άχαρη ζωή χωρίς εσένα. Βλέπω μπροστά μου δροσερά λουλούδια ν' ανθούν για μένα κι όμως δεν τα θέλω και δεν τα χαίρουμαι. Έλα εσύ και στρώσε με αγκάθια το δρόμο να πατήσω να χυθεί στάλα τη στάλα όλο μου το αίμα και να σβήσω μπροστά σου, μισημένη από σε τον ίδιον κι ίσως περιφρονημένη.
Μα δε γυρνάς καθόλου... ποιος να ξέρει σε τι ευτυχίας με σκέφτεσαι λιμάνι και δεν τολμάς... ποιος ξέρει πάλι αν έχει ξανανθίσει εσέ η καρδιά σου κι ολότελα με ξέχασες...
Εδώ είμαι και καρτερώ να στρέψεις την όψη σου σε μένα... ρέει το δάκρυ απ' τα φτωχά μου μάτια νύχτα-μέρα... Τριγύρω μου φαρμακερά θ' ανθίσουν λουλούδια... θα υψωθούνε να με ζώσουν και θα πνιγώ απ' αυτά, πέρα κρυμμένη πάντα. Κι απ' τα δικά σου μάτια... μείνε!
Εδώ είμαι και καρτερώ να στρέψεις την όψη σου σε μένα... ρέει το δάκρυ απ' τα φτωχά μου μάτια νύχτα-μέρα... Τριγύρω μου φαρμακερά θ' ανθίσουν λουλούδια... θα υψωθούνε να με ζώσουν και θα πνιγώ απ' αυτά, πέρα κρυμμένη πάντα. Κι απ' τα δικά σου μάτια... μείνε!
Από το ημερολόγιο της Μ. Πολυδούρη
Ανείπωτη η θλίψη και η μελαγχολία που κατατρύχουν βάναυσα τη νεαρή μας ποιήτρια, την τόσο πρόωρα και άδικα χαμένη. Θα σταθώ σε ένα μόνο σημείο: στον απόλυτα συνειδητό τρόπο με τον οποίο πορεύεται, με το είναι της να παραδίδεται ολοκληρωτικά, άνευ όρων και ορίων, στον έρωτα, εκλιπαρώντας να διαβεί ακόμη και έναν δρόμο σπαρμένο με αγκάθια, αν αυτός πρόκειται να την οδηγήσει πιο κοντά στο αντικείμενο του ερωτικού πόθου. Τελικά η ύπαρξη βρίσκει δικαίωση μέσα από τον έρωτα. Και το απόσπασμα από το ημερολόγιο της Πολυδούρη μας παραπέμπει σε ένα ακόμη ποίημά της, όπου με απόλυτη ειλικρίνεια-με το γνώριμο εξομολογητικό της ύφος-δηλώνει:
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον
Τι θέλω πια να δέχωμαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτή
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είνε μοίρα μου κ' είνε και διαλεχτή!
Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Καλό βράδυ!!!