Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Δάντης και Βεατρίκη ("Ιστορία τού ευρωπαϊκού πνεύματος" του Π. Κανελλόπουλου)

Δεν είχε συμπληρώσει τα εννιά του χρόνια ο Δάντης, όταν, όπως μας λέει ο ίδιος, πρόβαλε για πρώτη φορά στα μάτια του "la gloriosa donna" (η ένδοξη γυναίκα) τού πνεύματός του, εκείνη που "από πολλούς, που δεν ήξεραν πώς να την ονομάσουν, ονομαζόταν Βεατρίκη". Δεν ήταν λοιπόν "Beatrice" το πραγματικό όνομα της κόρης που, όταν την πρωτοείδεν ο Δάντης, είχε μόλις συμπληρώσει τα οχτώ της χρονάκια; Και γιατί την ονόμασαν "Beatrice" (όνομα που προέρχεται από τη λέξη "beata", η "μακαρία") οι άλλοι, πριν την ονομάσει έτσι ο ίδιος ο Δάντης; [...] Ο ποιητής είχε τη μεγάλη ευτυχία ν' αντικρίσει τη Βεατρίκη. Να την αντικρίσει και να δεχθεί από μακριά -αυτό ήταν όλο- τον χαιρετισμό της, που σε λίγο μάλιστα αρνήθηκε να τον επαναλάβει εκείνη. Είχε την ευτυχία να πονέσει, χωρίς να το μάθει η Βεατρίκη. Είχε την ευτυχία, αφού πέθανε η αγαπημένη του (και πέθανε νέα), να μην την ξεχάσει πια ποτέ του. Αυτά τα λιτά γεγονότα, συνδυασμένα και με ορισμένα οράματα που ήταν πραγματικότερα κι από την πραγματικότητα, μας περιγράφει ο Δάντης στη "Νέα Ζωή". Σε ποιον θα αρκούσαν σήμερα αυτά τα λίγα, τα ελάχιστα, για να αισθανθεί και να γράψει όσα αισθάνθηκε και έγραψε -όπως τα έγραψε- ο Δάντης; Η Βεατρίκη, με τα μικρά και λίγα βήματα που έκαμε επάνω στη γη, γέμισε με την αιώνια παρουσία της τον κόσμο. 
                                                                                                                                                                       


Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012


"Οθέλος" τού Σαίξπηρ (μτφρ. Β. Ρώτας)

(Η Δυσδαιμόνα κοιμάται στην κρεβατοκάμαρά της. 
Ο Οθέλος, ο άντρας της, μονολογεί πάνω στο σώμα τής
συζύγου του, λίγο πριν τη δολοφονήσει)

ΟΘΕΛΟΣ 
Αυτή 'ν' η αιτία, αυτή 'ν' η αιτία, ψυχή μου· ας μην ειπώ 
τ' όνομά της σε σας, αστέρια αγνά. Αυτή 'ν' η αιτία. 
Μα δε θα χύσω το αίμα της, δε θα πληγώσω 
το δέρμα της το ασπρότερο από χιόνι κι απαλό 
σαν αγαλμάτου αλάβαστρο. Όμως πρέπει να 
πεθάνει, αλλιώς θα ξεγελάσει κι άλλους άντρες. 
Το φως να σβήσω και μετά το φως να σβήσω: 
αν σβήσω εσένα, φλόγας όργανο, μπορώ ξανά 
το πρώτο φως σου να τ' ανάψω, αν μετανιώσω· 
μ' αν μια σε σβήσω εσένα, υπέροχο αριστούργημα 
εξαίσιας πλάσης, πού πια να βρω τη φωτιά 
τού Προμηθέα, για να σου ξαναδώσω ζωή! 
Άμα κόψω το ρόδο, δεν του ξαναδίνω
τη ζωντανή του ορμή, μοιραία θα μαραθεί:
θα το μυρίσω πάνω στο κλαδί. (τη φιλάει)
Ω πνοή μπάλσαμο, που πας σχεδόν να πείσεις 
τη Δικαιοσύνη να τσακίσει το σπαθί της! 
Άλλο ένα κι άλλο ένα. Αν θα 'σαι έτσι νεκρή,
θα σε σκοτώσω και μετά θα σ' αγαπώ.
Ακόμη ένα, αυτό 'ναι και το τελευταίο:
τόσο γλυκό φιλί ποτέ δεν ήταν τόσο 
μοιραίο. Κλαίω αθέλητα, μ' αυτά 'ναι δάκρυα 
σκληρά· είναι η θλίψη τούτη από Θεού, παιδεύει,
γιατί αγαπάει! 
                                   



Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012


Γρήγορα η ώρα πέρασε· 
μεσάνυχτα κοντεύουν· 
πάει το φεγγάρι, 
πάει κι η Πούλια βασιλέψανε·
και μόνο εγώ κείτομαι εδώ
μονάχη κι έρημη.

Ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει,
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
μού άρπαξε την ψυχή μου 
και την τράνταξε, ίδια καθώς αγέρας 
από τα βουνά χυμάει 
μέσα στους δρυς φυσομανώντας. 
                                         Σαπφώ (μτφρ. Οδ. Ελύτης)





Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012


Έτσι σκληρός που είναι τούτος ο καιρός, περίμενέ με:
Θα τον ζήσουμε με κέφι.
Δωσ' μου το μικρό χέρι σου.
Θ' ανεβούμε και θα υποφέρουμε.
Θα πηδήσουμε και θα πονέσουμε.

Είμαστε ξανά το ζευγάρι 
που έζησε σε μέρη δασιά, 
στις άγριες σπηλιές των βράχων.
Έτσι μακρύς που είναι τούτος ο καιρός, περίμενέ με
μ' ένα πανέρι, με το φτυάρι σου,
με τα παπούτσια και τα ρούχα σου. 

Τώρα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο,
όχι μονάχα για τα γαρίφαλα,
όχι μονάχα για να βρούμε το μέλι:
χρειαζόμαστε τα χέρια μας,
για να πλύνουμε και ν' ανάψουμε φωτιά.
Και τότε ας τολμήσει ο σκληρός χρόνος
να προκαλέσει την απεραντοσύνη
τεσσάρων χεριών και τεσσάρων ματιών.
         
                                              Πάβλο Νερούδα, "Μ' εκείνην"



Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012


Πάντα γυρίζω εκεί προς τα χαράματα
της όμορφης αγάπης μας. Μην τύχει,
φοβάμαι, το μοιραίο να συντύχει
και φύγουν για τ' αγύριστα περάματα. 

Θαρρώ ζωή τής δίνω ανακαλώντας 
τα πρωτινά φεγγοβολήματά της,
το ανόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τα δώρα της περίσσια σπαταλώντας.

Κι αναζητώ το βλέμμα σου γεμάτο
μιαν αφοσίωση αστέρευτη, σαν έννοια,
σαν έλξη να 'ταν όλο μαγνητένια,
τόσο όμορφο ήταν, τόσο ήταν γεμάτο. 

Αχ! ο κρυφός καημός που μου κρατάει
τη σκέψη σκλαβωμένη στο πρωτάνθι,
ενώ γύρα μας περισσεύουν τ' άνθη
που αμέριμνα η αγάπη μας σκορπάει. 

                                              Μ. Πολυδούρη



Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Στο ανοιχτό το παραθύρι,
όπως έλαχ' έχει γύρει
λυπημένη κοπελιά,-
Δεν την μέλει πως η αύρα 
παίζει και σκορπά τα μαύρα,
τα λυμένη της μαλλιά.

Στον αγκώνα ακουμβισμένη,
στην παλάμη έχει γερμένη
την ωραία κεφαλή.
Και βεβαίως δεν το ξέρει,
πως τ' ολόγυμνό της χέρι
μύριους πόθους προκαλεί.

Η χλωμή μορφή της μοιάζει
το λευκάνθεμο που σπάζει
του Βορριά η ψυχρή πνοή.
Κόρη μόλις στα δεκάξι,
ποια φουρτούνα έχει ταράξει
την αθώα σου ζωή;

Η ματιά σου σε ποια χώρα
ταξιδεύει τόση ώρα
κι αφαιρέθης σκυθρωπή;
Και γιατί τ' αγνά σου χείλη,
που η χαρά με δαύτα ωμίλει,
τα κλειδώνει η σιωπή;

Από των ματιών την άκρη,
αρμυρή δροσιά το δάκρυ,
σιγηλό κατρακυλά.
Πότισμ' από τέτοια αυλάκια
κάθε κόρης μαγουλάκια
τα χλωμιάζει, τα χαλά.

Κι όταν η καρδιά στα στήθη
αγαπά, μα ελησμονήθη
απ' εκείνον που αγαπά,
μόνο αυτή μπορεί να ξέρει
πόσο πάσχει και υποφέρει-
Και για τούτο σιωπά.

                                 Γ. Βιζυηνός, "Αφαιρεμένη"


Τρίτη 29 Μαΐου 2012


Τὸ γράμμα μέσα στὴν καρδιὰ εἶναι δίχως μελάνι
καὶ δὲν μπορεῖ πλιὸ νὰ λιωθεῖ, παρὰ σὰν ἀποθάνει.

Κι ἀπόψε ν’ ἀρραβωνιαστῶ βούλομαι μετὰ κεῖνο’, 
νά ‘ν’ Ἄντρας μου καὶ Ταίρι μου κι ἄλλης δὲν τὸν ἀφήνω.

Γιατὶ ἤταξα τοῦ Ρώκριτου σύντροφο νὰ τὸν κάμω 
καὶ χίλιοι χρόνοι ἄν-ε διαβοῦν μ’ ἄλλον δὲν κάνω γάμο.

Κι ἂς εἶν’ κι ἀλάργα ἀπὸ δεπά κι ἂς εἶναι κ’ εἰς τὰ ξένα,  
ἐγὼ νά ‘μαι γιὰ λόγουν του κ’ ἐκεῖνος ὁ-γιὰ μένα.

                                  Βιτσέντζος Κορνάρος, "Ερωτόκριτος"



Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Κ' εσκέφτηκε: "Δεν είναι άξιο τής αγάπης του αυτό το κορμί μου; Και μπορεί να λησμονήσει τέλεια την τόση μου αγάπη; Μπορεί αλήθεια να μη γνοιαστεί για τη ζωή μου, και να 'μαι για πάντα ολότελα ξένη για κείνον;" [...] Και πάλι όμως μαύρες ιδέες εσκοτείνιασαν το νου της. [...] Μα ήταν πάντα δεμένη για πάντα με κείνον. [...] Και θα τον επρόσμενε. Κι ας μην ερχότουν α δεν ήθελε, ή και στο ύστερο ας την απαρατούσε για πάντα. Για πάντα; 

Και η μεγάλη της η αγάπη ξάφνου εξύπνησε τρομερή, τρυφερή, απέραντη, μέσα στην καρδιά της, μέσα στην καρδιά τής γυναικός που 'χε δοκιμάσει τα φλογερά αγκαλιάσματα, και εθυμήθηκε τα πλατιά του τα στήθη, όπου κάθε νύχτα ακουμπούσε το ξανθό της κεφάλι! Τον ήθελε· τον ήθελε δικό της, μόνο δικό της, και ήταν τρομερό τυράγνιο για κείνην η ιδέα πως μία άλλη ειμπορούσε να της τον πάρει για το χρήμα. Όχι, τα χέρια του δεν τα 'χε ανάγκη για να τη ζήσουν· την εζούσαν τα δικά της. Μα η αγάπη του της ήταν τώρα τόσο χρειαστή, όσο και το ίδιο της το αίμα που τ' άκουε μέσα της να βράζει. Όχι, δε θα της τον έπαιρνε καμία· δε θ' άφηνε. [...] Ας ξαναρχότουν μονάχα!
                                               
                                                                                                                     Κ. Θεοτόκης, "Η τιμή και το χρήμα"


Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Θυμούμαι πώς με αντίκρυσες την πρώτη
φορά ταράζοντάς μου την καρδιά·
δε σου ανθούσε την όψη η πρώτη νιότη,
δε φάνταζε η περήφανη ομορφιά,
μα κάποια κρύφια λάμπαζε ωραιότη 
καθρεφτισμένη σε απαλή ματιά·
ένιωσα: εμπρός μου σ' είχε η μοίρα στείλει
σαν ένα αργά φτασμένο θείο Απρίλη.


Και με άρπαξες, αλλά όχι όπως η μπόρα
την που διψά γι' αντάρες νέα ψυχή·
με δρόσισες καθώς δροσά τη χώρα
η καρπερή ανοιξιάτικη βροχή·
απλή και ταπεινή, μα πλουτοφόρα
σε μια ζωή ήρθες σκοτεινή, φτωχή,
την άνοιξες στον ήλιο, στη γαλήνη
που σε όσους αγαπά ο θεός τα δίνει.


Και κοντά σου περάσαν τόσα χρόνια, 
ευτυχισμένα πώς να μην τα πω;
αν είναι η αγάπη αθόλωτη κι η ομόνοια,
το βαθύ τους συ μ' έμαθες σκοπό,
αν η ζωή είναι αστείρευτη κι αιώνια,
τον πιο όμορφο τής χάρισες καρπό·
ω, μια ματιά σου μόνο ησυχασμένη
πόση μέσα σου αντάρα δε σωπαίνει!


Ευλογημένη ας είναι η ώρα, εμπρός μου
που σ' έβγαλε γλυκειά κι ευγενική·
γλυκό μυστήριο μού άνοιξες του κόσμου,
μια απολαμπίδα από χαρά θεϊκή·
σπόρος δικός σου ό,τι σαλεύει εντός μου,
χαρά δική σου ό,τι βλασταίνει εκεί·
ω, ας σε αφήση η μοίρα ως σ' έχει στείλει
κοντά μου πάντα αμάραντον Απρίλη.
                                                      
                                                        Κωσταντίνος Χατζόπουλος



Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να 'βγαινε από άδειο πιθάρι. 

Καθώς περπατούσα μού φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ' αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα. 

Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη -το 'νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού- κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.

Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν. Ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες τού ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.

Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ' τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες του και μου είπε: "Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα 'μενε κρυμμένη στη γη".
                                                                                                               Επαμεινώνδας Γονατάς, "Η άνοιξη" 



Τρίτη 20 Μαρτίου 2012


κράτει τν λύχνον κ’ λαμπεν λη, ατή, κα τ μάτια της τ βαθυγάλανα, κα τ δόντια της τ μαργαριταρένια, κα τ πλούσια μαλλιά της τ χρυσόξανθα. Κ’ λι πο εχεν ες τ ριστερν μάγουλον, πο τν νθυμούμην π τότε πο τον μικρ κόμη, κι ατ λαμπε πλησίον ες τν μικρν λακκίσκον το μειδιάματός της. 
                                                                                                                      Αλ. Παπαδιαμάντης, "Τ' αστεράκι"





Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φτωχό παιδί που ζούσε με τη χαροκαμένη μάνα του σ' ένα μικρό χωριό. Απ' το πρωί, πριν φέξει, δούλευαν κι οι δυο στα χωράφια, και το βράδυ, που γυρνούσανε στο καλύβι τους, δειπνούσαν μ' άγρια χόρτα και ξερό ψωμί. Ένα πρωί, καθώς το αγόρι, που ήταν όμορφο σαν τον ήλιο, έσκαβε το χωράφι, φάνηκε από μακριά η βασιλοπούλα! Ήταν όμορφη σαν το φεγγάρι. Προχωρούσε καβάλα στο άσπρο της άλογο και γύρω οι βάγιες πλήθος. Μόλις πλησίασε, το φτωχό αγόρι τη χαιρέτησε σεμνά κι ήταν τόσο γλυκιά η φωνή του, σαν όλα τα πουλιά μαζί, που αμέσως η βασιλοπούλα το αγάπησε...".


Τα μεγάλα μάτια τού μικρού Γιωργή κοιτάζουν θαμπωμένα καθώς ακούει τον παππού ν' ανιστορεί το παραμύθι. Ένα κούτσουρο τρίζει στο τζάκι. Έξω χιονίζει. Μέσα στο παιδικό μυαλό του, οι εικόνες εντυπώνονται με δύναμη: το φτωχό αγόρι, η βασιλοπούλα, η αγάπη τους. Κι εκείνος είναι φτωχός. Κι η δική του μάνα είναι χήρα και δουλεύει σκληρά, για να ζήσει τα δυο ορφανά παιδιά της. Μόνο η βασιλοπούλα λείπει. Κι ο μικρός Γιωργής, καθώς την άλλη μέρα το πρωί σκάβει στο χωράφι, σηκώνει κάθε τόσο το κεφάλι και κοιτάζει τον ορίζοντα. Όλο κι ακούει πατήματα αλόγου. Όλο και περιμένει τη βασιλοπούλα. Κι όταν έρχεται το βράδυ, γυρίζει λυπημένος στο πατρικό σπίτι. Ούτε σήμερα ήρθε. Τη νύχτα, καθώς θα κουλουριαστεί κάτω απ' τα σκεπάσματα, θ' αρχίσει πάλι να ελπίζει. Ίσως αύριο να 'ναι η μεγάλη μέρα. Και με τη σκέψη αυτή αποκοιμιέται. Και να που η βασιλοπούλα, πεντάμορφη, έρχεται, καβάλα στο άσπρο άλογο. Του χαμογελάει. Εκείνος δίνει μια και μ' ένα πήδημα βρίσκεται καθισμένος πάνω στα καπούλια. Και τότε χάνονται στο δάσος που μοσκοβολάει...
Τάσος Λειβαδίτης, Γεώργιος Βιζυηνός



Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

"Τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς· έτσι λέει το ημερολόγιο και έτσι πρέπει να είναι. Είναι; το τελευταίο; ή μήπως είναι ένα ακόμη μέσα στο πολλά τού έτους; Παλιότερα ήταν ένα ξέδωμα, μια έκρηξη χαράς, μια εκτόνωση. Φορούσες τη μουτσούνα, για να γίνεις άλλος, όχι ο καθημερινός· φορούσες τη μάσκα, την προσωπίδα, την περσόνα σου, το προσωπείο για να διαφοριστείς από το χτεσινό ή τον αυριανό εαυτό σου:
Τώρα, όμως, τα προσωπεία είναι καθημερινά. Όλοι κρύβονται κάθε μέρα πίσω από ένα προσωπείο. Προσωπείο χάρτινο, πέτσινο, λεκτικό, κομματικό, ιδεολογικό. Κανένας δεν δείχνει το πρόσωπό του. Ύστερα είναι η μόδα που μας κυρίευσε τον τελευταίο καιρό. Όλοι κουκουλώνονται. Οι ληστές σκεπάζουν τα πρόσωπά τους με γάζες, με κάλτσες, με τσουβάλια. Οπλοφορούν και σκεπάζονται. Η διαμαρτυρία, ακόμη και η δικαιολογημένη, φορά και αυτή την κουκούλα της, απεχθάνεται το γυμνό πρόσωπο. Λες και η αλήθεια, η πικρή και η μαύρη αλήθεια, χρειάζεται την κάλυψη του ψεύδους, για να γίνει πειστική.
Γι' αυτό έλεγε μήπως πρέπει να αντιστρέψουμε τα πράγματα. Μήπως από δω και πέρα, αρχίζοντας από σήμερα, στις Απόκριες να κυκλοφορούμε χωρίς τις καθημερινές μας μάσκες με γυμνά πρόσωπα, με την αλήθεια στο φως.  
Άλλοτε μια φορά το χρόνο ψευδόμαστε, υποκρινόμαστε πως είμαστε άλλοι. Μήπως τώρα που όλο τον χρόνο ψευδόμαστε και παριστάνουμε πως είμαστε κάτι άλλο από αυτό που μπορούμε και θέλουμε, πρέπει τις Απόκριες να μασκαρευόμαστε αυτό που είμαστε πραγματικά; Να αποκαλύπτουμε τον πραγματικό μας εαυτό, γυμνό και απροκάλυπτο; 
Έτσι κι αλλιώς η Δευτέρα που έρχεται Καθαρά δεν είναι. Δεν θα εγκαινιάσει καμιά νηστεία, καμιά αλλαγή στη ζωή, στη δίαιτα, στη συνείδηση. Θα είναι τόσο Καθαρά, όσο οι άλλες Δευτέρες που θα ακολουθήσουν. Ας συμπεριφερθούμε, λοιπόν, αυτό το Σαββατοκύριακο πεντακάθαρα, πρώτα με τον εαυτό μας. 
Χωρίς μάσκες. Άραγε έχουμε πρόσωπο;"
                                           Κ. Γεωργουσόπουλος


Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Στην ψυχρή τού Μουσείου αίθουσα
την κλεμμένη, ωραία, κοιτώ
μοναχή Καρυάτιδα. 
Το σκοτεινό γλυκύ της βλέμμα
επίμονα εστραμμένο έχει
στο σφριγηλό τού Διονύσου σώμα
(σε στάση ηδυπαθείας σμιλευμένο)
που δυο βήματα μόνον απέχει. 
Το βλέμμα το δικό του έχει πέσει
στη δυνατή τής κόρης μέση. 
Πολυετές ειδύλλιον υποπτεύομαι
τους δυο αυτούς να 'χει ενώσει. 
Κι έτσι, όταν το βράδυ η αίθουσα αδειάζει
απ' τους πολλούς, τους θορυβώδεις επισκέπτες,
τον Διόνυσο φαντάζομαι
προσεκτικά απ' τη θέση του να εγείρεται
των διπλανών γλυπτών και αγαλμάτων
την υποψία μην κινήσει,
κι όλος παλμό να σύρεται
τη συστολή τής Καρυάτιδας
με οίνον και με χάδια να λυγίσει. 
Δεν αποκλείεται όμως έξω να 'χω πέσει. 
Μιαν άλλη σχέση ίσως να τους δένει
πιο δυνατή, πιο πονεμένη:
Τις χειμωνιάτικες βραδιές
και τις εξαίσιες του Αυγούστου νύχτες
τούς βλέπω,
απ' τα ψηλά να κατεβαίνουν βάθρα τους,
της μέρας αποβάλλοντας το τυπικό τους ύφος,
με νοσταλγίας στεναγμούς και δάκρυα
τους Παρθενώνες και τα Ερεχθεία που στερήθηκαν
στη μνήμη τους με πάθος ν' ανεγείρουν.
                      
                                       "Βρετανικό Μουσείο" (Ελγίνου Μάρμαρα), Κική Δημουλά




Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

     Το ίδιο ερώτημα σβήνει στα μάτια μας, όταν τυχαία συναντηθούμε στο δρόμο... μ' αντιπερνάμε χωρίς καμιά δύναμη να πάρουμε το δρόμο που αφήσαμε πίσω μας... Γυρνώ μονάχα και τον κοιτάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη... είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος... κι όμως -θεέ, συχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια... Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα τής αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω, μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη...
     Δεν έχω τίποτε άλλο στη ζωή μου τόσο γλυκό, τόσο όμορφο που θα μου δικαιώνει τη ζωή, κι ο θεός θα με συχωρούσε... θα με συχωρούσες και συ, φίλε, που γεύομαι στης άδολης χαράς σου το ποτήρι βέβηλα... ανόσια... θα με συχωρούσες... το ξέρω...
     Γυρνώ κι αναμετρώ το δρόμο πάντα. Γύρισε προς 'μένα το κεφάλι στην άκρη εκεί που βρίσκεσαι, κι ούτε ένα βήμα μην κάνεις εσύ στο δρόμο τής αμαρτίας, θα πάρω μόνη μου στις αχαμνές μου πλάτες το φορτίο και θάρθω... μοναχά βλέπε με, καθώς θάρχομαι, μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μέσ' στο σκοτάδι...
     Δεν θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου, τόσο που φτάνει για να ιδώ... να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου, εκείνο που μού 'ριχνες σαν έφτανα... τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου... ώ, ξέρω καλά πώς η καθεμιά τους γίνεται... να ιδώ... να ιδώ το χαμόγελό σου -πώς είναι όλα τους στο λογικό μου εδώ γραμμένα- να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν... να ιδώ... να νιώσω το φίλημά σου...
     Εδώ είμαι και καρτερώ, σε βλέπω, μη φύγεις, στρέψε την όψη σου από δω... μη με αρνηθείς, θα ζήσω στην πιο άχαρη ζωή χωρίς εσένα. Βλέπω μπροστά μου δροσερά λουλούδια ν' ανθούν για μένα κι όμως δεν τα θέλω και δεν τα χαίρουμαι. Έλα εσύ και στρώσε με αγκάθια το δρόμο να πατήσω να χυθεί στάλα τη στάλα όλο μου το αίμα και να σβήσω μπροστά σου, μισημένη από σε τον ίδιον κι ίσως περιφρονημένη.
     Μα δε γυρνάς καθόλου... ποιος να ξέρει σε τι ευτυχίας με σκέφτεσαι λιμάνι και δεν τολμάς... ποιος ξέρει πάλι αν έχει ξανανθίσει εσέ η καρδιά σου κι ολότελα με ξέχασες...
     Εδώ είμαι και καρτερώ να στρέψεις την όψη σου σε μένα... ρέει το δάκρυ απ' τα φτωχά μου μάτια νύχτα-μέρα... Τριγύρω μου φαρμακερά θ' ανθίσουν λουλούδια... θα υψωθούνε να με ζώσουν και θα πνιγώ απ' αυτά, πέρα κρυμμένη πάντα. Κι απ' τα δικά σου μάτια... μείνε!
                                                 
                                                                                                                 Από το ημερολόγιο της Μ. Πολυδούρη



Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Τι ν' απόγινε άραγε
εκείνος ο θορυβοποιός 
τής νύχτας
Καβάλα στο μηχανικό του ζώο
να κραδαίνει την άσφαλτο
Χωρίς φρένο
Να παίζει ώρα ύπνου
με τις φρένες μας
εδώ μέσα
στο σακατεμένο κρανίο


Προχτές το μεσονύχτι
που κοίταζα απ' το παράθυρό μου
το νέο φεγγάρι
άκουσα θόρυβο παράξενο
να 'ρχεται από ψηλά
και μου φάνηκε πως τον είδα
ένας άγγελος πάνω στη μοτοσικλέτα
να διασχίζει τους δρόμους τ' ουρανού
κι απ' το σπασμένο καθρεφτάκι του
να με κοιτάζει περίλυπος


Βγάλε μου σε παρακαλώ 
μια ωραία φωτογραφία
να τη στείλω στο κορίτσι μου
έτσι απάνω στη μοτοσικλέτα μου
με το ένα χέρι στο χειρόφρενο
το άλλο να σιάζει τα σγουρά μαλλιά μου
Θέλω να φαίνεται καλά
το καινούριο μου πέτσινο
το σιδερένιο κράνος
Να διακρίνεται προπάντων
ο ίλιγγος στο πρόσωπό μου
κι εκείνο τού θανάτου
το αναπόφευκτο.
                                 
                           "Ο μοτοσικλετιστής", Μ. Κέντρου-Αγαθοπούλου



Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

"Όταν γυρίσω, θα γυρίσω με τα ρούχα και τ' όνομα ενός άλλου. Κανείς δε θα με γνωρίσει. Κι αν δε θα με γνωρίσεις και πεις "δεν είσαι εσύ", θα σου δώσω σημάδια, να πιστέψεις. Τη λεμονιά στον κήπο σου. Το ακρινό παράθυρο που μπάζει το φεγγάρι. Κι ακόμα, σημάδια τού κορμιού και της αγάπης. Κι όταν ανεβούμε τρέμοντας στο παλιό δωμάτιο, ανάμεσα σ' ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο, ανάμεσα σ' ένα κάλεσμα κι ένα άλλο, θα σου διηγούμαι το "ταξίδι", όλη νύχτα, κι όλες τις νύχτες που θα 'ρθουν. Ανάμεσα σ' ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο, ανάμεσα σ' ένα κάλεσμα κι ένα άλλο, όλη την καθημερινή περιπέτεια, την περιπέτεια που ποτέ δεν τελειώνει".
                                                                                                    Θ. Αγγελόπουλος, "Το βλέμμα τού Οδυσσέα" 




Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Δεν είναι πίστη, όταν τ' απόβραδο
προσμένεις να προβάλουν τ' άστρα,
και με του πετεινού το λάλημα
να φέξει η αυγή ροδογελάστρα.

Πίστη έχεις, όταν -όσο αλόγιστο
και πλάνο ο νους σου κι αν το ξέρει-
προσμένεις ήλιο τα μεσάνυχτα
κι αστροφεγγιά το μεσημέρι.
                                                 
                                                  Γ. Δροσίνης


Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012


- Αντίο, είπε!
- Αντίο, είπε η αλεπού! Να το μυστικό μου! Είναι πολύ απλό:                                                                             μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά! Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν!
- Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται!
                                                                                     "Ο μικρός πρίγκιπας" τού Antoine de Saint Exupery



Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

"Tα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν!"
                                                                            Δ. Σολωμός




Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

"Εάν μου κάμης αυτό το καλό", είπεν επί τέλους, "θα γενώ σκλάβα σου, 
να σκουπίζω το κατώφλοιον του σπιτιού σου με τας βλεφαρίδας των οφθαλμών μου!
                                                                                                                                     Γ. Βιζυηνός



Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Κατάκοπος πλαγιάζω, ανάπαψη γλυκιά
να βρω για μέλη από πορεία κουρασμένα. 
Μα μόλις στο κορμί μου σταματά η δουλειά,
αρχίζει στο κεφάλι, εργάζονται τα φρένα.

Οι στοχασμοί μου τότε φεύγουν, παν μακριά
με ζήλο στο προσκύνημά σου και κρατάνε
ορθάνοιχτα τα βλέφαρά μου τα βαριά,
που όπως θωρεί ο τυφλός στα σκοτεινά κοιτάνε.

Μα της ψυχής μου η όραση η φανταστική
τη σκιά σου παρουσιάζει στην τυφλή μου θέα
σαν διαμάντι ψηλά στη νύχτα τη φριχτή,
που από μαύρη και γριά την κάνει ωραία και νέα.

Κι έτσι, ημέρα τα μέλη μου, νύχτα τα φρένα
δεν ησυχάζουν από μένα κι από σένα!
27ο σονέτο W. Shakespeare
(μτφρ. Β. Ρώτας, Β. Δαμιανάκου)