Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

"Αὐτόν γε λέξανδρον οκ ασχύνομαι θαυμάζων" (Αρριανός)


Νοέμβριος του 333 π.Χ. Στην πεδιάδα τής Ισσού ο νεαρός βασιλιάς τής Μακεδονίας και επικεφαλής τού "Κοινού των Ελλήνων", Αλέξανδρος, νικά με τη στρατηγική ευφυία του τον Μέγα Βασιλέα, Δαρείο Γ΄ τον Κοδομανό. Αυτόν που ενώπιόν του όλοι οι υπήκοοί του έκλειναν με το χέρι το στόμα τους, για να μην μολύνουν τον αέρα που ο ίδιος ανέπνεε! Ο Πέρσης Βασιλιάς αποχωρεί από το πεδίο τής μάχης έντρομος και ταπεινωμένος, εγκαταλείποντας στα χέρια τού αντιπάλου του το άρμα του, το τόξο του, την ασπίδα του και το βασιλικό του μανδύα.

Η πληροφορία ηχεί με τρόπο φρικιαστικό στα αφτιά τής μητέρας τού Δαρείου. Ο γιος της έχει πεθάνει -υποθέτει- και ξεσπά σε θρήνους. Μαζί της θρηνούν για την απώλεια η γυναίκα και τα παιδιά τού Δαρείου. Αναλογίζονται συνάμα, έχοντας πέσει στα χέρια τού εχθρού, και την προσωπική τους μοίρα, η οποία προδιαγράφεται ιδιαίτερα σκληρή. Όμως, ο Αλέξανδρος τούς συμπεριφέρθηκε "βασιλικώς". Αφού τους καθησύχασε, λέγοντας πως ο Δαρείος ζει, επέτρεψε στις δύο γυναίκες να ζουν, όπως και πριν. Να απολαμβάνουν, δηλαδή, τις βασιλικές τιμές, να ντύνονται με τα ενδύματα και τα στολίδια τα βασιλικά και, προπάντων, να φέρουν το τίτλο τής "βασίλισσας".  


323 π.Χ. Δέκα χρόνια μετά την κατά κράτος νίκη τού αήττητου Αλέξανδρου έρχεται και τον συναντά στα βάθη τής Ανατολής ο θάνατος. Ο Αλέξανδρος δεν ζει πια. Στις 10  Ιουνίου άφησε την τελευταία του πνοή στη Βαβυλώνα. Από εκεί η είδηση διαδίδεται σαν αστραπή σε ολόκληρο τον κόσμο. Φτάνει και στη βασιλική οικογένεια. Ο εχθρός τού Δαρείου είναι πλέον νεκρός! Κι όμως, αντί για δάκρυα χαράς (σαν κι αυτά τού ορκισμένου εχθρού των Μακεδόνων, του Δημοσθένη) η μητέρα τού Δαρείου ξεσπά σε ατελείωτο θρήνο. "Αποφάσισε να μη βάλει τροφή στο στόμα της", λέει ο Curtius Rufus, "και να μη δει ξανά το φως. Πέντε ημέρες μετά την απόφασή της αυτή πέθανε. Η μητέρα που άντεξε στην καταστροφή και το θάνατο του γιου της δεν άντεξε στο θάνατο εκείνου που είχε νικήσει και καταστρέψει το γιο της!"

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Δάντης και Βεατρίκη ("Ιστορία τού ευρωπαϊκού πνεύματος" του Π. Κανελλόπουλου)

Δεν είχε συμπληρώσει τα εννιά του χρόνια ο Δάντης, όταν, όπως μας λέει ο ίδιος, πρόβαλε για πρώτη φορά στα μάτια του "la gloriosa donna" (η ένδοξη γυναίκα) τού πνεύματός του, εκείνη που "από πολλούς, που δεν ήξεραν πώς να την ονομάσουν, ονομαζόταν Βεατρίκη". Δεν ήταν λοιπόν "Beatrice" το πραγματικό όνομα της κόρης που, όταν την πρωτοείδεν ο Δάντης, είχε μόλις συμπληρώσει τα οχτώ της χρονάκια; Και γιατί την ονόμασαν "Beatrice" (όνομα που προέρχεται από τη λέξη "beata", η "μακαρία") οι άλλοι, πριν την ονομάσει έτσι ο ίδιος ο Δάντης; [...] Ο ποιητής είχε τη μεγάλη ευτυχία ν' αντικρίσει τη Βεατρίκη. Να την αντικρίσει και να δεχθεί από μακριά -αυτό ήταν όλο- τον χαιρετισμό της, που σε λίγο μάλιστα αρνήθηκε να τον επαναλάβει εκείνη. Είχε την ευτυχία να πονέσει, χωρίς να το μάθει η Βεατρίκη. Είχε την ευτυχία, αφού πέθανε η αγαπημένη του (και πέθανε νέα), να μην την ξεχάσει πια ποτέ του. Αυτά τα λιτά γεγονότα, συνδυασμένα και με ορισμένα οράματα που ήταν πραγματικότερα κι από την πραγματικότητα, μας περιγράφει ο Δάντης στη "Νέα Ζωή". Σε ποιον θα αρκούσαν σήμερα αυτά τα λίγα, τα ελάχιστα, για να αισθανθεί και να γράψει όσα αισθάνθηκε και έγραψε -όπως τα έγραψε- ο Δάντης; Η Βεατρίκη, με τα μικρά και λίγα βήματα που έκαμε επάνω στη γη, γέμισε με την αιώνια παρουσία της τον κόσμο. 
                                                                                                                                                                       


Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012


"Οθέλος" τού Σαίξπηρ (μτφρ. Β. Ρώτας)

(Η Δυσδαιμόνα κοιμάται στην κρεβατοκάμαρά της. 
Ο Οθέλος, ο άντρας της, μονολογεί πάνω στο σώμα τής
συζύγου του, λίγο πριν τη δολοφονήσει)

ΟΘΕΛΟΣ 
Αυτή 'ν' η αιτία, αυτή 'ν' η αιτία, ψυχή μου· ας μην ειπώ 
τ' όνομά της σε σας, αστέρια αγνά. Αυτή 'ν' η αιτία. 
Μα δε θα χύσω το αίμα της, δε θα πληγώσω 
το δέρμα της το ασπρότερο από χιόνι κι απαλό 
σαν αγαλμάτου αλάβαστρο. Όμως πρέπει να 
πεθάνει, αλλιώς θα ξεγελάσει κι άλλους άντρες. 
Το φως να σβήσω και μετά το φως να σβήσω: 
αν σβήσω εσένα, φλόγας όργανο, μπορώ ξανά 
το πρώτο φως σου να τ' ανάψω, αν μετανιώσω· 
μ' αν μια σε σβήσω εσένα, υπέροχο αριστούργημα 
εξαίσιας πλάσης, πού πια να βρω τη φωτιά 
τού Προμηθέα, για να σου ξαναδώσω ζωή! 
Άμα κόψω το ρόδο, δεν του ξαναδίνω
τη ζωντανή του ορμή, μοιραία θα μαραθεί:
θα το μυρίσω πάνω στο κλαδί. (τη φιλάει)
Ω πνοή μπάλσαμο, που πας σχεδόν να πείσεις 
τη Δικαιοσύνη να τσακίσει το σπαθί της! 
Άλλο ένα κι άλλο ένα. Αν θα 'σαι έτσι νεκρή,
θα σε σκοτώσω και μετά θα σ' αγαπώ.
Ακόμη ένα, αυτό 'ναι και το τελευταίο:
τόσο γλυκό φιλί ποτέ δεν ήταν τόσο 
μοιραίο. Κλαίω αθέλητα, μ' αυτά 'ναι δάκρυα 
σκληρά· είναι η θλίψη τούτη από Θεού, παιδεύει,
γιατί αγαπάει! 
                                   



Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012


Γρήγορα η ώρα πέρασε· 
μεσάνυχτα κοντεύουν· 
πάει το φεγγάρι, 
πάει κι η Πούλια βασιλέψανε·
και μόνο εγώ κείτομαι εδώ
μονάχη κι έρημη.

Ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει,
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
μού άρπαξε την ψυχή μου 
και την τράνταξε, ίδια καθώς αγέρας 
από τα βουνά χυμάει 
μέσα στους δρυς φυσομανώντας. 
                                         Σαπφώ (μτφρ. Οδ. Ελύτης)





Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012


Έτσι σκληρός που είναι τούτος ο καιρός, περίμενέ με:
Θα τον ζήσουμε με κέφι.
Δωσ' μου το μικρό χέρι σου.
Θ' ανεβούμε και θα υποφέρουμε.
Θα πηδήσουμε και θα πονέσουμε.

Είμαστε ξανά το ζευγάρι 
που έζησε σε μέρη δασιά, 
στις άγριες σπηλιές των βράχων.
Έτσι μακρύς που είναι τούτος ο καιρός, περίμενέ με
μ' ένα πανέρι, με το φτυάρι σου,
με τα παπούτσια και τα ρούχα σου. 

Τώρα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο,
όχι μονάχα για τα γαρίφαλα,
όχι μονάχα για να βρούμε το μέλι:
χρειαζόμαστε τα χέρια μας,
για να πλύνουμε και ν' ανάψουμε φωτιά.
Και τότε ας τολμήσει ο σκληρός χρόνος
να προκαλέσει την απεραντοσύνη
τεσσάρων χεριών και τεσσάρων ματιών.
         
                                              Πάβλο Νερούδα, "Μ' εκείνην"



Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012


Πάντα γυρίζω εκεί προς τα χαράματα
της όμορφης αγάπης μας. Μην τύχει,
φοβάμαι, το μοιραίο να συντύχει
και φύγουν για τ' αγύριστα περάματα. 

Θαρρώ ζωή τής δίνω ανακαλώντας 
τα πρωτινά φεγγοβολήματά της,
το ανόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τα δώρα της περίσσια σπαταλώντας.

Κι αναζητώ το βλέμμα σου γεμάτο
μιαν αφοσίωση αστέρευτη, σαν έννοια,
σαν έλξη να 'ταν όλο μαγνητένια,
τόσο όμορφο ήταν, τόσο ήταν γεμάτο. 

Αχ! ο κρυφός καημός που μου κρατάει
τη σκέψη σκλαβωμένη στο πρωτάνθι,
ενώ γύρα μας περισσεύουν τ' άνθη
που αμέριμνα η αγάπη μας σκορπάει. 

                                              Μ. Πολυδούρη



Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Στο ανοιχτό το παραθύρι,
όπως έλαχ' έχει γύρει
λυπημένη κοπελιά,-
Δεν την μέλει πως η αύρα 
παίζει και σκορπά τα μαύρα,
τα λυμένη της μαλλιά.

Στον αγκώνα ακουμβισμένη,
στην παλάμη έχει γερμένη
την ωραία κεφαλή.
Και βεβαίως δεν το ξέρει,
πως τ' ολόγυμνό της χέρι
μύριους πόθους προκαλεί.

Η χλωμή μορφή της μοιάζει
το λευκάνθεμο που σπάζει
του Βορριά η ψυχρή πνοή.
Κόρη μόλις στα δεκάξι,
ποια φουρτούνα έχει ταράξει
την αθώα σου ζωή;

Η ματιά σου σε ποια χώρα
ταξιδεύει τόση ώρα
κι αφαιρέθης σκυθρωπή;
Και γιατί τ' αγνά σου χείλη,
που η χαρά με δαύτα ωμίλει,
τα κλειδώνει η σιωπή;

Από των ματιών την άκρη,
αρμυρή δροσιά το δάκρυ,
σιγηλό κατρακυλά.
Πότισμ' από τέτοια αυλάκια
κάθε κόρης μαγουλάκια
τα χλωμιάζει, τα χαλά.

Κι όταν η καρδιά στα στήθη
αγαπά, μα ελησμονήθη
απ' εκείνον που αγαπά,
μόνο αυτή μπορεί να ξέρει
πόσο πάσχει και υποφέρει-
Και για τούτο σιωπά.

                                 Γ. Βιζυηνός, "Αφαιρεμένη"