Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να 'βγαινε από άδειο πιθάρι. 

Καθώς περπατούσα μού φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ' αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα. 

Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη -το 'νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού- κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.

Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν. Ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες τού ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.

Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ' τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες του και μου είπε: "Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα 'μενε κρυμμένη στη γη".
                                                                                                               Επαμεινώνδας Γονατάς, "Η άνοιξη" 



Τρίτη 20 Μαρτίου 2012


κράτει τν λύχνον κ’ λαμπεν λη, ατή, κα τ μάτια της τ βαθυγάλανα, κα τ δόντια της τ μαργαριταρένια, κα τ πλούσια μαλλιά της τ χρυσόξανθα. Κ’ λι πο εχεν ες τ ριστερν μάγουλον, πο τν νθυμούμην π τότε πο τον μικρ κόμη, κι ατ λαμπε πλησίον ες τν μικρν λακκίσκον το μειδιάματός της. 
                                                                                                                      Αλ. Παπαδιαμάντης, "Τ' αστεράκι"





Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φτωχό παιδί που ζούσε με τη χαροκαμένη μάνα του σ' ένα μικρό χωριό. Απ' το πρωί, πριν φέξει, δούλευαν κι οι δυο στα χωράφια, και το βράδυ, που γυρνούσανε στο καλύβι τους, δειπνούσαν μ' άγρια χόρτα και ξερό ψωμί. Ένα πρωί, καθώς το αγόρι, που ήταν όμορφο σαν τον ήλιο, έσκαβε το χωράφι, φάνηκε από μακριά η βασιλοπούλα! Ήταν όμορφη σαν το φεγγάρι. Προχωρούσε καβάλα στο άσπρο της άλογο και γύρω οι βάγιες πλήθος. Μόλις πλησίασε, το φτωχό αγόρι τη χαιρέτησε σεμνά κι ήταν τόσο γλυκιά η φωνή του, σαν όλα τα πουλιά μαζί, που αμέσως η βασιλοπούλα το αγάπησε...".


Τα μεγάλα μάτια τού μικρού Γιωργή κοιτάζουν θαμπωμένα καθώς ακούει τον παππού ν' ανιστορεί το παραμύθι. Ένα κούτσουρο τρίζει στο τζάκι. Έξω χιονίζει. Μέσα στο παιδικό μυαλό του, οι εικόνες εντυπώνονται με δύναμη: το φτωχό αγόρι, η βασιλοπούλα, η αγάπη τους. Κι εκείνος είναι φτωχός. Κι η δική του μάνα είναι χήρα και δουλεύει σκληρά, για να ζήσει τα δυο ορφανά παιδιά της. Μόνο η βασιλοπούλα λείπει. Κι ο μικρός Γιωργής, καθώς την άλλη μέρα το πρωί σκάβει στο χωράφι, σηκώνει κάθε τόσο το κεφάλι και κοιτάζει τον ορίζοντα. Όλο κι ακούει πατήματα αλόγου. Όλο και περιμένει τη βασιλοπούλα. Κι όταν έρχεται το βράδυ, γυρίζει λυπημένος στο πατρικό σπίτι. Ούτε σήμερα ήρθε. Τη νύχτα, καθώς θα κουλουριαστεί κάτω απ' τα σκεπάσματα, θ' αρχίσει πάλι να ελπίζει. Ίσως αύριο να 'ναι η μεγάλη μέρα. Και με τη σκέψη αυτή αποκοιμιέται. Και να που η βασιλοπούλα, πεντάμορφη, έρχεται, καβάλα στο άσπρο άλογο. Του χαμογελάει. Εκείνος δίνει μια και μ' ένα πήδημα βρίσκεται καθισμένος πάνω στα καπούλια. Και τότε χάνονται στο δάσος που μοσκοβολάει...
Τάσος Λειβαδίτης, Γεώργιος Βιζυηνός