Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Κ' εσκέφτηκε: "Δεν είναι άξιο τής αγάπης του αυτό το κορμί μου; Και μπορεί να λησμονήσει τέλεια την τόση μου αγάπη; Μπορεί αλήθεια να μη γνοιαστεί για τη ζωή μου, και να 'μαι για πάντα ολότελα ξένη για κείνον;" [...] Και πάλι όμως μαύρες ιδέες εσκοτείνιασαν το νου της. [...] Μα ήταν πάντα δεμένη για πάντα με κείνον. [...] Και θα τον επρόσμενε. Κι ας μην ερχότουν α δεν ήθελε, ή και στο ύστερο ας την απαρατούσε για πάντα. Για πάντα; 

Και η μεγάλη της η αγάπη ξάφνου εξύπνησε τρομερή, τρυφερή, απέραντη, μέσα στην καρδιά της, μέσα στην καρδιά τής γυναικός που 'χε δοκιμάσει τα φλογερά αγκαλιάσματα, και εθυμήθηκε τα πλατιά του τα στήθη, όπου κάθε νύχτα ακουμπούσε το ξανθό της κεφάλι! Τον ήθελε· τον ήθελε δικό της, μόνο δικό της, και ήταν τρομερό τυράγνιο για κείνην η ιδέα πως μία άλλη ειμπορούσε να της τον πάρει για το χρήμα. Όχι, τα χέρια του δεν τα 'χε ανάγκη για να τη ζήσουν· την εζούσαν τα δικά της. Μα η αγάπη του της ήταν τώρα τόσο χρειαστή, όσο και το ίδιο της το αίμα που τ' άκουε μέσα της να βράζει. Όχι, δε θα της τον έπαιρνε καμία· δε θ' άφηνε. [...] Ας ξαναρχότουν μονάχα!
                                               
                                                                                                                     Κ. Θεοτόκης, "Η τιμή και το χρήμα"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου