Στο ανοιχτό το παραθύρι,
όπως έλαχ' έχει γύρει
λυπημένη κοπελιά,-
Δεν την μέλει πως η αύρα
παίζει και σκορπά τα μαύρα,
τα λυμένη της μαλλιά.
Στον αγκώνα ακουμβισμένη,
στην παλάμη έχει γερμένη
την ωραία κεφαλή.
Και βεβαίως δεν το ξέρει,
πως τ' ολόγυμνό της χέρι
μύριους πόθους προκαλεί.
Η χλωμή μορφή της μοιάζει
το λευκάνθεμο που σπάζει
του Βορριά η ψυχρή πνοή.
Κόρη μόλις στα δεκάξι,
ποια φουρτούνα έχει ταράξει
την αθώα σου ζωή;
Η ματιά σου σε ποια χώρα
ταξιδεύει τόση ώρα
κι αφαιρέθης σκυθρωπή;
Και γιατί τ' αγνά σου χείλη,
που η χαρά με δαύτα ωμίλει,
τα κλειδώνει η σιωπή;
Από των ματιών την άκρη,
αρμυρή δροσιά το δάκρυ,
σιγηλό κατρακυλά.
Πότισμ' από τέτοια αυλάκια
κάθε κόρης μαγουλάκια
τα χλωμιάζει, τα χαλά.
Κι όταν η καρδιά στα στήθη
αγαπά, μα ελησμονήθη
απ' εκείνον που αγαπά,
μόνο αυτή μπορεί να ξέρει
πόσο πάσχει και υποφέρει-
Και για τούτο σιωπά.
Γ. Βιζυηνός, "Αφαιρεμένη"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου